μόλυμμα

μόλυμμα
μόλυμμα, ατος, τό,
A = μόλυσμα, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μόλυμμα — μόλυμμα, το (Α) βλ. μόλυσμα …   Dictionary of Greek

  • μόλυσμα — το (ΑΜ Α και μόλυμμα, μόλυσμα) [μολύνω] νεοελλ. 1. καθετί με το οποίο μολύνεται κάποιος, νοσογόνο μικρόβιο, μεταδοτική νόσος κ.λπ. 2. (φυτοπαθολ.) ο παράγοντας πρόκλησης μιας παρασιτικής ασθένειας μσν. αρχ. μίασμα, κηλίδα, ακαθαρσία, μόλεμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”